αργώ

αργώ
I
(Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία στους σύγχρονους ουράνιους χάρτες, αλλά υποδιαιρείται σε τέσσερις ξεχωριστούς αστερισμούς: την Πρύμνη, τα Ιστία, την Πυξίδα και την Τρόπιδα. Ο πιο λαμπρός του αστέρας είναι ο Κάνωβος ή Κάνωπος, ένας από τους σπουδαιότερους μεταβλητούς αστέρες και δεύτερος σε λαμπρότητα μετά τον Σείριο.
II
Λογοτεχνικό περιοδικό με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1923-27). Κυκλοφόρησαν συνολικά 14 τεύχη. Το περιοδικό άσκησε γόνιμη κριτική, γεγονός για το οποίο είχε αποσπάσει τον έπαινο του Γιάννη Ψυχάρη.
* * *
(AM ἀργῶ, -έω) [αργός (II)]
1. δεν εργάζομαι επειδή είναι γιορτή ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο
2. φρ. α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν σήμερα»
β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, είναι κλειστό (Δημ.)
γ) «oἱ ἀργοῡντες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν τίποτε (Σοφ.)
νεοελλ.
1. καθυστερώ να κάνω ή να γίνω κάτι («άργησα να φτάσω»
«άργησε ν' ανθήσει»
«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)
2. κάνω κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)
αρχ.
1. παραμελώ, αφήνω τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῡ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην αγορά — Πλάτ.)
2. φρ. «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (Ξεν.)
3. παθ. μένω ανεκτέλεστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αργώ — αργώ, άργησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. αργεί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ἀργῶ — Ἀργός masc gen sg (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργώ — Ἀργός masc nom/voc/acc dual Ἀργώ Argo fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργώ — ησα 1. δεν εργάζομαι, έχω αργία: Το κατάστημα εκείνη την ημέρα αργούσε. 2. αργοπορώ, χασομεράω: Αργείς πολύ να ετοιμαστείς και δε θα προλάβουμε. 3. καθυστερώ στην εκτέλεση κάποιου έργου: Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονεί. 4. απέχω χρονικά: Αργούν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀργῶ — ἀργέω to be unemployed pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀργέω to be unemployed pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀργός 1 shining masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργῶ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργῷ — Ἀργός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργῷ — ἀργός 1 shining masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργώ — ἀργός 1 shining masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄργω — Ἄργος masc nom/voc/acc dual Ἄργος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄργῳ — Ἄργος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”